- εξαρτώ
- (AM ἐξαρτῶ, -άω)1. αναρτώ, κρεμώ κάτι από κάπου («τοὺς μὲν θυρεούς... ἐκ τῶν ὤμων ἐξηρτηκότες», Πολ.)2. ακολουθώ τη βούληση ή τις διαθέσεις άλλου3. παθ. υπάγομαι στην εξουσία, στην επίδραση άλλων (α. «σοῡ γὰρ ἐξηρτήμεθα», Ευρ.β. «εξαρτάται από τους γονείς του»)4. βρίσκομαι κάτω από την άμεση επίδραση ή τη διάθεση προσώπων, γεγονότων ή καταστάσεων (α. «ἐξηρτώμεθα τῶν ἐλπίδων», Ισοκρ.β. «η θέση του εξαρτάται από την πολιτική κατάσταση»)νεοελλ.1. υφίσταμαι ως επακόλουθο μιας άλλης ιδιότητας ή κατάστασης («η προαγωγή σου εξαρτάται από την απόδοση σου»)2. στηρίζω, βασίζω σε κάτι3. (απολ.) το γ' εν. πρόσ. εξαρτάταιδεν είναι βέβαιο, ανάλογα με τις περιστάσεις(«θα 'ρθεις στο σπίτι; εξαρτάται»)αρχ.1. στηρίζομαι, ακουμπώ πάνω σε κάτι2. απλώνω, τεντώνω3. (για χώρα) συνορεύω, γειτνιάζω4. παθ. είμαι ψηλότερα, υψώνομαι5. παθ. (για χώρα) προχωρώ υψωνόμενος σιγά σιγά.
Dictionary of Greek. 2013.